αποδυτήριο

αποδυτήριο
Ιδιαίτερος χώρος των λουτρών ή των γυμναστηρίων κλπ. όπου γδύνονται και ντύνονται οι λουόμενοι ή οι αθλητές, οι γυμναζόμενοι κλπ. Στα αρχαία γυμναστήρια, α. ονομαζόταν ένα δωμάτιο στη νότια διπλή στοά. Βρισκόταν πριν από το κονιστήριον, το οποίο και αποτελούσε συνέχειά του. Πιθανολογείται ότι πρόκειται για το κωρυκείον (ή κωρύκειον), στα δεξιά του εφηβείου, όπου οι αθλούμενοι γυμνάζονταν στους κώρυκες (δερμάτινους σάκους γεμισμένους με άμμο). Α. έχουν σήμερα τα στάδια, τα γυμναστήρια και τα γήπεδα. Βρίσκονται σε ιδιαίτερο οικοδόμημα, σε μία άκρη του σταδίου ή είναι υπόγεια. Εκτός από τους χώρους όπου γδύνονται και ντύνονται οι αθλητές, διαθέτουν εγκαταστάσεις λουτρού (ντους), χώρους για αποθήκευση των διαφόρων αθλητικών υλικών κλπ. Στην εκκλησία, α. λεγόταν το μέρος του βαπτιστηρίου όπου γδύνονταν όσοι επρόκειτο να βαπτιστούν. Λεγόταν επίσης και απόδυτον του μεγάλου βαπτιστηρίου. Για τους κληρικούς, ως α. για την καθημερινή αλλαγή των λαϊκών τους ενδυμάτων με τη λειτουργική στολή χρησίμευε το διακονικόν ή σκευοφυλάκιον ή μουτατώριον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποδυτήριο — το (συνήθ. στον πληθυντικό), ο ορισμένος για το ξέντυμα τόπος (σε λουτρά, γυμναστήρια κτλ.): Εκείνη τη στιγμή οι αθλητές βρίσκονταν στα αποδυτήρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θέρμες — Χαρακτηριστικό ρωμαϊκό κτίριο ειδικά κατασκευασμένο για τις εγκαταστάσεις των λουτρών. Χρησίμευε ακόμα και ως τόπος συνάντησης της ρωμαϊκής κοινωνίας. Λουτρά υπήρχαν από τον 5o αι. π.Χ. και στην Ελλάδα (στην Ολυμπία, στη Δήλο κ.α.), όμως ο… …   Dictionary of Greek

  • λουτρό — Ο χώρος όπου οι άνθρωποι λούονται. Λ. ονομάζεται επίσης η χρήση ψυχρού ή θερμού νερού για τον καθαρισμό του σώματος (λούσιμο) ή για θεραπευτικούς σκοπούς (ιαματικά λ.). Εκτός από το νερό, στα ιαματικά λ. χρησιμοποιούνται ακόμα διάφοροι ατμοί ή… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”